- περιπολικό
- το, Ν [περίπολος]1. (αστυν.) αυτοκίνητο, συνήθως επιβατικού τύπου, εφοδιασμένο με μέσα επικοινωνίας και με σύστημα αίτησης προτεραιότητας, σειρήνα και φάρο που αναβοσβήνει και περιστρέφεται, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το κέντρο επικοινωνιών τής αστυνομικής αρχής και έχει ως προορισμό την άμεση επέμβαση όπου χρειαστεί2. ναυτ. μικρό πλοίο τού Λιμενικού Σώματος με ελαφρό οπλισμό και κύρια αποστολή τον έλεγχο για λαθρεμπόριο και λαθραλιεία και την τήρηση τών σχετικών κανονισμών.
Dictionary of Greek. 2013.